σουιτενία

σουιτενία
η, Ν
βλ. σουιετενία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουιετενία — και σουιτενία, η, Ν βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια μελιίδες τής τάξης ρουτώδη, από τα είδη τού οποίου στην τροπική Αμερική και στις Δυτικές Ινδίες, που είναι γνωστά ως ακαζού, λαμβάνεται το γνήσιο μαόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < swietenia,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”